- σιδηρουργικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σιδηρουργία2. το θηλ. ως ουσ. η σιδηρουργικήη σιδηρουργία3. φρ. «σιδηρουργική βιομηχανία»τεχνολ. η βιομηχανία παραγωγής και κατεργασίας τού σιδήρου, τού χάλυβα και τού χυτοσιδήρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρουργία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.