σιδηρουργικός

σιδηρουργικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σιδηρουργία
2. το θηλ. ως ουσ. η σιδηρουργική
η σιδηρουργία
3. φρ. «σιδηρουργική βιομηχανία»
τεχνολ. η βιομηχανία παραγωγής και κατεργασίας τού σιδήρου, τού χάλυβα και τού χυτοσιδήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρουργία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σιδηρουργικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο σιδηρουργό και τη σιδηρουργία: Σιδηρουργική τέχνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”